Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Του Αϊ Γιαννιού του Φανιστή, του Κληδωνιάρη.«Κλήδονας»

 

Τα Ηλιοστάσια και οι Ισημερίες σηματοδοτούν την αρχή κάθε εποχής.

Οι ιερείς διαφόρων θρησκειών έκαναν δεήσεις, ώστε να διατηρούνται σταθερές αυτές οι εποχές, αποδίδοντας τιμές στον Ήλιο-θεό.

Ο Ήλιος λατρεύτηκε από τους αρχαίους Έλληνες ως θεός, αφού τον θεωρούσαν δημιουργό των εποχών του έτους, και των εναλλαγών που σχετίζονται με αυτές, από τη σπορά έως τη βλάστηση και από την ανθοφορία έως τη συγκομιδή και με όλους τους συμβολισμούς που κρύβονται πίσω από αυτές τις γιορτές, με κύριο θέμα την ψυχή.

Οι Έλληνες λάτρευαν τον Διόνυσο, το θεό της ανεκδήλωτης φύσης και του απέδιδαν τιμές ίσες με του Απόλλωνα, που ήταν ο θεός της εκδηλωμένης φύσης. Τα εν Αγροίς ή μικρά Διονύσια, υπήρξαν η αρχέγονη θρησκευτική τελετή από την οποία προήρθαν οι υπόλοιπες γιορτές.

Η ειρεσιώνη και το κάψιμο της, τα στεφάνια των εορτών της άνοιξης μετατρέπονται σε μαγιάτικο στεφάνι και προαναγγέλλουν μέρος του εορτασμού του Αϊγιαννιού, όπως διαμορφώθηκε στους ελληνικούς τόπους, με την επικράτηση πλέον του Χριστιανισμού, όπου όμως η συνήθεια συγχώνευσε τα αρχαία έθιμα και τις δοξασίες. Εορτές αφιερωμένες στη φύση και γιορτές αφιερωμένες στους νεκρούς, δένονται, συγχωνεύονται και ριζώνουν γερά για αιώνες.

Η παραμονή του γενεθλίου του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου χαρακτηρίζεται από πυρολατρικά και μαντικά έθιμα.

Στα πυρολατρικά έθιμα ανάγονται οι φωτιές του Άι Γιαννιού του Φανιστή, ενώ στα μαντικά ξεχωρίζει ο Κλήδονας, η μολυβδομαντεία, η ονειρομαντεία κ.ά.

24 Ιουνίου εορταζόταν ο Άι Γιάννης ο Φανιστής ή αλλιώς, ο Άι Γιάννης ο Κλήδονας. Γινόταν μεγάλη γιορτή για τη γέννηση του Αγίου.

Αποβραδίς του Αγίου Ιωάννη έφτιαχναν ένα στεφάνι με λουλούδια. Έπαιρναν ένα μεγάλο σκόρδο, «για να είναι γεροί σαν το σκόρδο», ένα στάχυ, «για να είναι γεμάτοι σαν το στάχυ», ένα φύλλο συκιάς «για το καλό», ένα κλαδί ελιάς «για αφθονία» ( μπερεκέτι ) και φύλλο κληματαριάς με το βλαστάρι «για ευτυχία». Τα έδεναν όλα αυτά μαζί, πάνω στο στεφάνι και το κρεμούσαν.

Την παραμονή το βράδυ ανάβανε φωτιές, τις οποίες ονομάζανε φανές, (φανούς) γι’ αυτό ονόμαζαν τον Άγιο και Φανιστή. Επίσης, επειδή ανοίγανε τον Κλήδονα, έλεγαν τη γιορτή και του «κληδόνου» ή του Αη Γιάννη Κληδονιάρη. Τον λέγανε και Ριγανά, γιατί αυτή την εποχή μάζευαν οι νεσπέρηδες (αγρότες) τη ρίγανη και βαλσαμάς διότι είναι η εποχή που μάζευαν το βαλσαμόχορτο.

Ακόμη, τον λέγανε και Ριζικάρη, επειδή περίμεναν τη μέρα αυτή για να δουν τη μοίρα τους, το ριζικό τους. Πρόκειται για ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και του οποίου η πρώτη γραπτή περιγραφή ανέρχεται στους βυζαντινούς χρόνους. Ο «Κλήδονας» είναι μια λαϊκή μαντική διαδικασία, από τις πιο τελετουργικές όλων των παραδόσεων του τόπου μας, σύμφωνα με τον οποίο αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου. Η ίδια η λέξη υπάρχει από την εποχή του Ομήρου, «κληδών» (θηλυκό) ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, και κατ' επέκταση το άκουσμα οιωνού ή προφητείας, ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής, στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία. Τη λέξη κληδών αναφέρουν στις τραγωδίες τους ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, τη βρίσκουμε σε σπαράγματα του Ευριπίδη, την αναφέρει ο Λουκιανός, ο Παυσανίας, αλλά κι ο Ηρόδοτος στις Ιστορίες του.

Ανήμερα του ΄Αϊ Γιαννιού ανάβανε μεγάλες φωτιές. Σε άλλες περιοχές πάλι τις άναβαν το βράδυ της παραμονής. Οι φωτιές του Αϊγιαννιού, ανάβονται συνήθως σε σταυροδρόμια κατά γειτονιές, με ανταγωνιστική διάθεση, καθώς κάθε γειτονιά θέλει να παρουσιάσει τη μεγαλύτερη φωτιά. Σε αυτή ρίχνονται φυσικά, εύφλεκτα, άχρηστα αντικείμενα του σπιτιού και απαραιτήτως το μαγιάτικο στεφάνι, ή τα στεφάνια που έπλεξαν την προηγούμενη χρονιά για τη γιορτή του ΄Αη-Γιαννιού. Εδώ σε αυτό το σημείο με τα στεφάνια, επικρατεί ένα μπέρδεμα, καθώς έχουν συγχωνευτεί γιορτές, καθώς σε πολλές περιοχές ο Κλήδονας γιορτάζονταν νωρίτερα το μήνα Μάιο κι επαναλαμβάνονταν δυο και τρεις φορές μέχρι τον Ιούνιο, φωτιές ανάβονταν και στη γιορτή της Αναλήψεως κι έτσι η συγχώνευση σε κάθε τόπο έδωσε διαφορετικό αποτέλεσμα τελετουργίας κι αυτό επίσης δηλώνει πως τα έθιμα προέρχονται από διάφορες γιορτές αρχαιότητας ανακατεμένες, μεσολάβησαν κι οι κινητές χριστιανικές γιορτές κι έτσι όλο και προέκυπτε και ένα έθιμο να καλύψει τυχόν αμφιβολίες.

Μικροί και μεγάλοι πηδούν πάνω από τη φωτιά, κάνοντας μια ευχή για καλή υγεία και απαλλαγή από το κακό. 

Στα χωριά και στα νησιά, μια μεγάλη φωτιά στηνόταν στην κεντρική πλατεία ώστε να φαίνεται από παντού. Άλλες μικρότερες φωτιές άναβαν σε όλους τους μαχαλάδες, στα σταυροδρόμια, πάνω από τις οποίες πηδούσαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, γυναίκες και άνδρες, μικροί και μεγάλοι, τρεις φορές για να φύγουν οι ψύλλοι και οι κοριοί. Όπως και στη γιορτή της Αναλήψεως έλεγαν <'Εξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα η πέτρα η μαλλιαρή> και οι νεότεροι έτρεχαν στη θάλασσα να βγάλουν για το καλό του σπιτιού, την πέτρα τη μαλλιαρή (με τα κολλημένα πάνω της βρύα).

Τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπά τους από τη φωτιά, έδειχναν την κάθαρση που επιφέρει πάντοτε το πυρ, κι όλοι έδειχναν ροδαλοί γεμάτοι υγεία. Μάζευαν και τη στάχτη αυτή και το πρωί κούκκιζαν (ράντιζαν) τις συκιές για να μην πέφτουν τα σύκα κι η σοδειά τους.

Αρκετοί καιγόντουσαν ελαφρά και αυτό αποτελούσε αντικείμενο αστεϊσμού από τους υπόλοιπους και υπήρχαν και τα κατάλληλα στιχάκια για κάθε περίσταση.

Στη Θράκη επικρατούσε να λέγονται πολλοί από τους υπέροχους στίχους του λαϊκού ποιητή Θανάση Κατραπάνη απ’ το Τσαντώ της περιφέρειας Σηλυβρίας της Ανατολικής Θράκης.

Τα τραγούδια του κλήδωνα στην ομώνυμή του συλλογή είναι γεμάτα δροσιά και χάρη.

Τριακόσια δέκα πέντε δίστιχα είναι όλα, πού στις συντροφιές του κλήδωνα — όπου κρατούσε στον Ελληνισμό ακόμα τ ’ωραίο όσο κι ’αρχαίο αυτό έθιμο — θά ήταν πολύτιμα….γράφει ο Αρίστος Καμπάνης

Βασιλοπούλα νά ΄σουνα και ρήγα θυγατέρα,

πάλι θά καταδέχουσουν νά πής μιά καλή μέρα.

Ή Ξάνθη βγάζει τόν καπνό, κορίτσια ή Καβάλλα,

τό μέλι από τά χείλη τους κυλάει στάλα στάλα.

Τ ώ ρ α πού μ’ άφησες καί π α ς στά έρημα τά ξένα,

γκιώνης θά γένω στο βουνό νά κλαίγω γιά τά σένα.

κι’ αύτό :

Τή νυχτικιά σου κρέμασες άπάνω στήν ταράτσα,

νά μ ’ άγκυλώνης τήν καρδιά, Ταταυλιανή κεράτσα.

Έθιμο που τηρείται ακόμη σε όλη την Ελλάδα κι όπου υπάρχει προσφυγικός ελληνισμός της Μικρασίας και της Θράκης.

Το έθιμο σαν παιδί το έζησα κυρίως στην περιοχή Χαριλάου της Θεσσαλονίκης, αλλά και στις Σέρρες, στην Νέα Κρήνη, στην Καλλικράτεια, σε πολλά μέρη της Χαλκιδικής. Μικρά παιδιά πηδούσαμε μέσα από τις τεράστιες φλόγες, τότε ήμασταν γυμνασμένα, άφοβα, ντυμένα με φυσικά νήματα κι όχι με εύφλεκτα πολυέστερ και νάιλον και κυρίως σκληραγωγημένα και χωρίς περιττές κι ανούσιες απαγορεύσεις.

Ο Κλήδονας (κληδών=οιωνός) είναι μία μαντική πράξη, που τελείται με σκοπό να φανερωθεί, ιδιαίτερα στις κοπέλες, το ριζικό ή η τύχη τους. Απαραίτητα συστατικά, μια στάμνα με «αμίλητο» νερό, ένα φρούτο κυρίως μήλο που δηλώνει τη νεότητα και τη χάρη ή κάποιο προσωπικό μικροαντικείμενο μιας κοπέλας.

Την παραμονή το βράδυ ένα κορίτσι πήγαινε σ’ ένα πηγάδι ή στην πηγή και γέμιζε τη στάμνα με αμίλητο νερό. Το κορίτσι δεν έπρεπε να μιλήσει σε κανέναν κατά τη διαδρομή του προς και από το πηγάδι. Όταν νύχτωνε μαζευόντουσαν οι ανύπαντρες και βάζανε σε ένα δοχείο-κανάτα (νεμπότη) πήλινο ή χάλκινο το αμίλητο νερό και έριχναν μέσα κάτι δικό τους, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι, ή άλλο πολύτιμο αντικείμενο. Το σκέπαζαν με ένα κόκκινο πανί, το έδεναν με ένα κόκκινο σπάγκο και το άφηναν όλη τη νύχτα. Στη συνέχεια, έκλειναν πάνω στο σπάγκο ή στη λαβή του δοχείου (νεμπότη) ένα λουκέτο για να συμβολίζει το κλείσιμο του αμίλητου νερού και παράλληλα έλεγαν τους παρακάτω στίχους:

«Να κλείσωμε τον κλήδονα μετ’ Α-Γιαννιού τη χάρη και όποιος έχει ριζικό αύριο ας το πάρει.»

Την άλλη μέρα το πρωί, αφού τελείωναν τις δουλειές τους, συγκεντρώνονταν σε μια αυλή της γειτονιάς και άνοιγαν τον Κλήδονα (το δοχείο), λέγοντας:

«Ανοίξετε τον κλήδονα μετ’ ΄Αη-Γιαννιού τη χάρη κι όποια ‘ναι καλορίζικια ας πάρει παλικάρι.»

Ένα αγόρι έβγαζε ένα-ένα τα κοσμήματα και τα έδινε στις κατόχους τους, αφού έλεγαν κάποια στιχάκια με περιπαικτικό ή και άσεμνο περιεχόμενο. Η τύχη του κάθε προσώπου θα ήταν ανάλογη με το περιεχόμενο του καλού ή κακού τραγουδιού που θα τύχαινε να ειπωθεί πριν βγάλουν από το δοχείο το κόσμημα. Μέσα από έναν κυκεώνα διαδικασιών όλες θα έβρισκαν το δρόμο για την αποκατάσταση τους.

Η κάθε μια περίμενε να δει όνειρο το βράδυ, να δει τον καλό της, το τυχερό της. Αν μετά το άνοιγμα του Κλήδονα άκουγε ένα αντρικό όνομα, αυτό θα ήταν και το όνομα του μελλοντικού της συζύγου.

 

το τραγούδι του Κλήδονα

 https://www.youtube.com/watch?v=Qdj3CSgdElA

 

 

Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν

μπροστά στις φλόγες μέσα στή ζεστή νύχτα

(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε

κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)

και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν

(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια,

τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια

ανταύγεια).

 

Φωτιές του Αϊ Γιάννη - Γιώργος Σεφέρης

(Λονδίνο, Ιούλιος 1932)



 Έρευνα-κείμενα: Χρυσούλα Ματσιαρόκου



Τρίτη 19 Μαΐου 2020



Αναστενάρια 

πατήστε πάνω σε κάθε εικόνα για να διαβάσετε με άνεση το κείμενο