Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Του Αϊ Γιαννιού του Φανιστή, του Κληδωνιάρη.«Κλήδονας»

 

Τα Ηλιοστάσια και οι Ισημερίες σηματοδοτούν την αρχή κάθε εποχής.

Οι ιερείς διαφόρων θρησκειών έκαναν δεήσεις, ώστε να διατηρούνται σταθερές αυτές οι εποχές, αποδίδοντας τιμές στον Ήλιο-θεό.

Ο Ήλιος λατρεύτηκε από τους αρχαίους Έλληνες ως θεός, αφού τον θεωρούσαν δημιουργό των εποχών του έτους, και των εναλλαγών που σχετίζονται με αυτές, από τη σπορά έως τη βλάστηση και από την ανθοφορία έως τη συγκομιδή και με όλους τους συμβολισμούς που κρύβονται πίσω από αυτές τις γιορτές, με κύριο θέμα την ψυχή.

Οι Έλληνες λάτρευαν τον Διόνυσο, το θεό της ανεκδήλωτης φύσης και του απέδιδαν τιμές ίσες με του Απόλλωνα, που ήταν ο θεός της εκδηλωμένης φύσης. Τα εν Αγροίς ή μικρά Διονύσια, υπήρξαν η αρχέγονη θρησκευτική τελετή από την οποία προήρθαν οι υπόλοιπες γιορτές.

Η ειρεσιώνη και το κάψιμο της, τα στεφάνια των εορτών της άνοιξης μετατρέπονται σε μαγιάτικο στεφάνι και προαναγγέλλουν μέρος του εορτασμού του Αϊγιαννιού, όπως διαμορφώθηκε στους ελληνικούς τόπους, με την επικράτηση πλέον του Χριστιανισμού, όπου όμως η συνήθεια συγχώνευσε τα αρχαία έθιμα και τις δοξασίες. Εορτές αφιερωμένες στη φύση και γιορτές αφιερωμένες στους νεκρούς, δένονται, συγχωνεύονται και ριζώνουν γερά για αιώνες.

Η παραμονή του γενεθλίου του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου χαρακτηρίζεται από πυρολατρικά και μαντικά έθιμα.

Στα πυρολατρικά έθιμα ανάγονται οι φωτιές του Άι Γιαννιού του Φανιστή, ενώ στα μαντικά ξεχωρίζει ο Κλήδονας, η μολυβδομαντεία, η ονειρομαντεία κ.ά.

24 Ιουνίου εορταζόταν ο Άι Γιάννης ο Φανιστής ή αλλιώς, ο Άι Γιάννης ο Κλήδονας. Γινόταν μεγάλη γιορτή για τη γέννηση του Αγίου.

Αποβραδίς του Αγίου Ιωάννη έφτιαχναν ένα στεφάνι με λουλούδια. Έπαιρναν ένα μεγάλο σκόρδο, «για να είναι γεροί σαν το σκόρδο», ένα στάχυ, «για να είναι γεμάτοι σαν το στάχυ», ένα φύλλο συκιάς «για το καλό», ένα κλαδί ελιάς «για αφθονία» ( μπερεκέτι ) και φύλλο κληματαριάς με το βλαστάρι «για ευτυχία». Τα έδεναν όλα αυτά μαζί, πάνω στο στεφάνι και το κρεμούσαν.

Την παραμονή το βράδυ ανάβανε φωτιές, τις οποίες ονομάζανε φανές, (φανούς) γι’ αυτό ονόμαζαν τον Άγιο και Φανιστή. Επίσης, επειδή ανοίγανε τον Κλήδονα, έλεγαν τη γιορτή και του «κληδόνου» ή του Αη Γιάννη Κληδονιάρη. Τον λέγανε και Ριγανά, γιατί αυτή την εποχή μάζευαν οι νεσπέρηδες (αγρότες) τη ρίγανη και βαλσαμάς διότι είναι η εποχή που μάζευαν το βαλσαμόχορτο.

Ακόμη, τον λέγανε και Ριζικάρη, επειδή περίμεναν τη μέρα αυτή για να δουν τη μοίρα τους, το ριζικό τους. Πρόκειται για ένα έθιμο που έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα και του οποίου η πρώτη γραπτή περιγραφή ανέρχεται στους βυζαντινούς χρόνους. Ο «Κλήδονας» είναι μια λαϊκή μαντική διαδικασία, από τις πιο τελετουργικές όλων των παραδόσεων του τόπου μας, σύμφωνα με τον οποίο αποκαλύπτεται στις άγαμες κοπέλες η ταυτότητα του μελλοντικού τους συζύγου. Η ίδια η λέξη υπάρχει από την εποχή του Ομήρου, «κληδών» (θηλυκό) ονομαζόταν ο προγνωστικός ήχος, και κατ' επέκταση το άκουσμα οιωνού ή προφητείας, ο συνδυασμός τυχαίων και ασυνάρτητων λέξεων ή πράξεων κατά τη διάρκεια μαντικής τελετής, στον οποίο αποδιδόταν προφητική σημασία. Τη λέξη κληδών αναφέρουν στις τραγωδίες τους ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, τη βρίσκουμε σε σπαράγματα του Ευριπίδη, την αναφέρει ο Λουκιανός, ο Παυσανίας, αλλά κι ο Ηρόδοτος στις Ιστορίες του.

Ανήμερα του ΄Αϊ Γιαννιού ανάβανε μεγάλες φωτιές. Σε άλλες περιοχές πάλι τις άναβαν το βράδυ της παραμονής. Οι φωτιές του Αϊγιαννιού, ανάβονται συνήθως σε σταυροδρόμια κατά γειτονιές, με ανταγωνιστική διάθεση, καθώς κάθε γειτονιά θέλει να παρουσιάσει τη μεγαλύτερη φωτιά. Σε αυτή ρίχνονται φυσικά, εύφλεκτα, άχρηστα αντικείμενα του σπιτιού και απαραιτήτως το μαγιάτικο στεφάνι, ή τα στεφάνια που έπλεξαν την προηγούμενη χρονιά για τη γιορτή του ΄Αη-Γιαννιού. Εδώ σε αυτό το σημείο με τα στεφάνια, επικρατεί ένα μπέρδεμα, καθώς έχουν συγχωνευτεί γιορτές, καθώς σε πολλές περιοχές ο Κλήδονας γιορτάζονταν νωρίτερα το μήνα Μάιο κι επαναλαμβάνονταν δυο και τρεις φορές μέχρι τον Ιούνιο, φωτιές ανάβονταν και στη γιορτή της Αναλήψεως κι έτσι η συγχώνευση σε κάθε τόπο έδωσε διαφορετικό αποτέλεσμα τελετουργίας κι αυτό επίσης δηλώνει πως τα έθιμα προέρχονται από διάφορες γιορτές αρχαιότητας ανακατεμένες, μεσολάβησαν κι οι κινητές χριστιανικές γιορτές κι έτσι όλο και προέκυπτε και ένα έθιμο να καλύψει τυχόν αμφιβολίες.

Μικροί και μεγάλοι πηδούν πάνω από τη φωτιά, κάνοντας μια ευχή για καλή υγεία και απαλλαγή από το κακό. 

Στα χωριά και στα νησιά, μια μεγάλη φωτιά στηνόταν στην κεντρική πλατεία ώστε να φαίνεται από παντού. Άλλες μικρότερες φωτιές άναβαν σε όλους τους μαχαλάδες, στα σταυροδρόμια, πάνω από τις οποίες πηδούσαν όλοι οι κάτοικοι του χωριού, γυναίκες και άνδρες, μικροί και μεγάλοι, τρεις φορές για να φύγουν οι ψύλλοι και οι κοριοί. Όπως και στη γιορτή της Αναλήψεως έλεγαν <'Εξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα η πέτρα η μαλλιαρή> και οι νεότεροι έτρεχαν στη θάλασσα να βγάλουν για το καλό του σπιτιού, την πέτρα τη μαλλιαρή (με τα κολλημένα πάνω της βρύα).

Τα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπά τους από τη φωτιά, έδειχναν την κάθαρση που επιφέρει πάντοτε το πυρ, κι όλοι έδειχναν ροδαλοί γεμάτοι υγεία. Μάζευαν και τη στάχτη αυτή και το πρωί κούκκιζαν (ράντιζαν) τις συκιές για να μην πέφτουν τα σύκα κι η σοδειά τους.

Αρκετοί καιγόντουσαν ελαφρά και αυτό αποτελούσε αντικείμενο αστεϊσμού από τους υπόλοιπους και υπήρχαν και τα κατάλληλα στιχάκια για κάθε περίσταση.

Στη Θράκη επικρατούσε να λέγονται πολλοί από τους υπέροχους στίχους του λαϊκού ποιητή Θανάση Κατραπάνη απ’ το Τσαντώ της περιφέρειας Σηλυβρίας της Ανατολικής Θράκης.

Τα τραγούδια του κλήδωνα στην ομώνυμή του συλλογή είναι γεμάτα δροσιά και χάρη.

Τριακόσια δέκα πέντε δίστιχα είναι όλα, πού στις συντροφιές του κλήδωνα — όπου κρατούσε στον Ελληνισμό ακόμα τ ’ωραίο όσο κι ’αρχαίο αυτό έθιμο — θά ήταν πολύτιμα….γράφει ο Αρίστος Καμπάνης

Βασιλοπούλα νά ΄σουνα και ρήγα θυγατέρα,

πάλι θά καταδέχουσουν νά πής μιά καλή μέρα.

Ή Ξάνθη βγάζει τόν καπνό, κορίτσια ή Καβάλλα,

τό μέλι από τά χείλη τους κυλάει στάλα στάλα.

Τ ώ ρ α πού μ’ άφησες καί π α ς στά έρημα τά ξένα,

γκιώνης θά γένω στο βουνό νά κλαίγω γιά τά σένα.

κι’ αύτό :

Τή νυχτικιά σου κρέμασες άπάνω στήν ταράτσα,

νά μ ’ άγκυλώνης τήν καρδιά, Ταταυλιανή κεράτσα.

Έθιμο που τηρείται ακόμη σε όλη την Ελλάδα κι όπου υπάρχει προσφυγικός ελληνισμός της Μικρασίας και της Θράκης.

Το έθιμο σαν παιδί το έζησα κυρίως στην περιοχή Χαριλάου της Θεσσαλονίκης, αλλά και στις Σέρρες, στην Νέα Κρήνη, στην Καλλικράτεια, σε πολλά μέρη της Χαλκιδικής. Μικρά παιδιά πηδούσαμε μέσα από τις τεράστιες φλόγες, τότε ήμασταν γυμνασμένα, άφοβα, ντυμένα με φυσικά νήματα κι όχι με εύφλεκτα πολυέστερ και νάιλον και κυρίως σκληραγωγημένα και χωρίς περιττές κι ανούσιες απαγορεύσεις.

Ο Κλήδονας (κληδών=οιωνός) είναι μία μαντική πράξη, που τελείται με σκοπό να φανερωθεί, ιδιαίτερα στις κοπέλες, το ριζικό ή η τύχη τους. Απαραίτητα συστατικά, μια στάμνα με «αμίλητο» νερό, ένα φρούτο κυρίως μήλο που δηλώνει τη νεότητα και τη χάρη ή κάποιο προσωπικό μικροαντικείμενο μιας κοπέλας.

Την παραμονή το βράδυ ένα κορίτσι πήγαινε σ’ ένα πηγάδι ή στην πηγή και γέμιζε τη στάμνα με αμίλητο νερό. Το κορίτσι δεν έπρεπε να μιλήσει σε κανέναν κατά τη διαδρομή του προς και από το πηγάδι. Όταν νύχτωνε μαζευόντουσαν οι ανύπαντρες και βάζανε σε ένα δοχείο-κανάτα (νεμπότη) πήλινο ή χάλκινο το αμίλητο νερό και έριχναν μέσα κάτι δικό τους, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι, ή άλλο πολύτιμο αντικείμενο. Το σκέπαζαν με ένα κόκκινο πανί, το έδεναν με ένα κόκκινο σπάγκο και το άφηναν όλη τη νύχτα. Στη συνέχεια, έκλειναν πάνω στο σπάγκο ή στη λαβή του δοχείου (νεμπότη) ένα λουκέτο για να συμβολίζει το κλείσιμο του αμίλητου νερού και παράλληλα έλεγαν τους παρακάτω στίχους:

«Να κλείσωμε τον κλήδονα μετ’ Α-Γιαννιού τη χάρη και όποιος έχει ριζικό αύριο ας το πάρει.»

Την άλλη μέρα το πρωί, αφού τελείωναν τις δουλειές τους, συγκεντρώνονταν σε μια αυλή της γειτονιάς και άνοιγαν τον Κλήδονα (το δοχείο), λέγοντας:

«Ανοίξετε τον κλήδονα μετ’ ΄Αη-Γιαννιού τη χάρη κι όποια ‘ναι καλορίζικια ας πάρει παλικάρι.»

Ένα αγόρι έβγαζε ένα-ένα τα κοσμήματα και τα έδινε στις κατόχους τους, αφού έλεγαν κάποια στιχάκια με περιπαικτικό ή και άσεμνο περιεχόμενο. Η τύχη του κάθε προσώπου θα ήταν ανάλογη με το περιεχόμενο του καλού ή κακού τραγουδιού που θα τύχαινε να ειπωθεί πριν βγάλουν από το δοχείο το κόσμημα. Μέσα από έναν κυκεώνα διαδικασιών όλες θα έβρισκαν το δρόμο για την αποκατάσταση τους.

Η κάθε μια περίμενε να δει όνειρο το βράδυ, να δει τον καλό της, το τυχερό της. Αν μετά το άνοιγμα του Κλήδονα άκουγε ένα αντρικό όνομα, αυτό θα ήταν και το όνομα του μελλοντικού της συζύγου.

 

το τραγούδι του Κλήδονα

 https://www.youtube.com/watch?v=Qdj3CSgdElA

 

 

Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν

μπροστά στις φλόγες μέσα στή ζεστή νύχτα

(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε

κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)

και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν

(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια,

τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια

ανταύγεια).

 

Φωτιές του Αϊ Γιάννη - Γιώργος Σεφέρης

(Λονδίνο, Ιούλιος 1932)



 Έρευνα-κείμενα: Χρυσούλα Ματσιαρόκου



Τρίτη 19 Μαΐου 2020



Αναστενάρια 

πατήστε πάνω σε κάθε εικόνα για να διαβάσετε με άνεση το κείμενο










Κυριακή 11 Μαΐου 2014

μητέρα ΦΥΣΗ-Ορφικός Ύμνος Φύσεως




Η ζωή έχει μια αέναη συνέχεια.
Στους πρώτους ανθρώπους του πλανήτη ΓΗ, 
η φύση προκαλούσε πάντοτε ένα δέος. 
Τα πάντα εξαρτιόταν από τις δυνάμεις της και όλα τα πλάσματα θεωρήθηκαν δικά της δημιουργήματα.
Έτσι η φύση θεοποιήθηκε και λατρεύτηκε όσο κανένας άλλος θεός.
Αργότερα οι θεοί,  δεν ήταν τίποτε άλλο παρά παιδιά της…….
η φύση πάντοτε είχε και θα έχει την πρώτη θέση στην καρδιά των ανθρώπων.
Η ζωή τους άμεσα εξαρτάται από αυτή, αυτή θεωρήθηκε η πρώτη μητέρα, τα πάντα γεννήθηκαν από αυτήν….
Τα ονόματα που της δόθηκαν είναι πολλά, σε κάθε μέρος του πλανήτη λατρεύτηκε με ξεχωριστό όνομα, στις περιοχές που αργότερα θα κατοικήσουν οι ΄Έλληνες θα μείνει γνωστή ως "Πότνια Θεά" η θεά των θηρών, δηλαδή των θηρίων, η Μινωική θεότητα που κρατά στα χέρια της φίδια, σύμβολο χθόνιο, αλλά και σύμβολο του φρόνιμου ζώου, του συνετού, αργότερα θα τη βρούμε ως Γαία, Κυβέλη, Ρέα, Δήμητρα, αλλά και με τα ονόματα όλων των θεών, θηλυκών και αρσενικών, πάντοτε την τιμούν με τελετές και Μυστήρια.
Ο χρόνος έχει μια κυκλική αέναη κίνηση, υπάρχει μία τάξις στο σύμπαν κι ο άνθρωπος σιγά-σιγά κατάλαβε πως είναι κι αυτός μέρος αυτής της τάξεως. 
Πρόσεξε πως τα πάντα σε αυτόν τον πλανήτη γεννιούνται και πεθαίνουν, από το πιο ταπεινό λουλουδάκι, μέχρι κι ο ίδιος ο άνθρωπος.
Αλλά κι όσα ήταν μακριά από τη γη που πατούσε, το σύμπαν, ο ουρανός με τα αστέρια του, η σελήνη που φάνταζε τόσο μακριά μα και τόσο κοντά, τα καιρικά φαινόμενα, όλα είχαν θέση στη λατρεία της φύσης, αφού συμβαίνουν συχνά και πολλές φορές με χρονική συνέπεια.
Ο άνθρωπος πρόσεξε πως τα πάντα αναγεννιούνται κι έτσι σιγά-σιγά άρχισε να φωλιάζει μέσα του η ελπίδα πως ίσως όταν κι αυτός πεθάνει, να μην σημάνει το τέλος γι' αυτόν, αλλά θα είναι το βήμα για μια νέα αρχή.
Φανερές τελετές για όλον τον κόσμο, αλλά και απόκρυφες τελετές, με τη μορφή Μυστηρίων, για τους μυημένους, αναπαριστούν 
το πέρασμα στον Κάτω Κόσμο και μια μελλοντική επάνοδο στη ζωή.
Ο Ορφικός Ύμνος της φύσεως, αποδεικνύει πως πάντοτε η λατρεία της φύσης, 
είχε το σπουδαιότερο ρόλο στη ζωή των ανθρώπων.
Ο ύμνος εκθειάζει όλες της τις δυνάμεις, με τόση λεπτομέρεια, 
που ανατριχιάζει κανείς διαβάζοντας τον 
και τελειώνει με μια ικεσία, μια ευχή, που φαντάζει σημερινή :
«θεά, σε ικετεύω, μαζί με τις πλούσιες εποχές (Ωρες), 
να φέρεις ειρήνη, υγεία και αύξηση των πάντων»


ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΦΥΣΕΩΣ

x. ΦΥΣΕΩΣ θυμίαμα, αρώματα

Ω, Φύση, μητέρα όλων, πολυμήχανη μητέρα,
επουράνια, σεβαστή, δημιουργική βασίλισσα˙
πανδαμάτωρ (δαμάζεις τα πάντα), ακατανίκητη, κυβερνήτισσα, υπέρλαμπρη,
παντοκράτειρα (κυρία των πάντων), αιωνίως τιμημένη, υπέρτατη θεά, αθάνατη, πρωτότοκη, πανάρχαια, δοξασμένη˙
νυχτερινή, πολύπειρε (συνετή), φωτοφόρε (φέρεις το φως), ασυγκράτητη,
με αθόρυβους βαδίζεις αστραγάλους κι ελίσσουσα αφήνεις τα χνάρια σου˙
αγνή, αρχηγέ θεών, μάταιη και έσχατη (θάνατος-πέρας),
μέτοχος σε όλα, αλλά σε σένα δε συμμετέχει τίποτε˙
αυτοπάτωρ (η ίδια είσαι ο πατέρας σου), απάτωρ (δίχως πατέρα), αρσενική (ανδροπρεπής), εφευρετική (πολυμήχανη), μεγίστη˙
ανθηρή, πολύπλοκη, φιλία (καλοκαγαθία-ευμένεια), πολυσύνθετη, έμπειρη˙
κυρίαρχη, άρχουσα, ζωοδότρια, τροφοδότρια των πάντων, κόρη, αυτάρκεια, Δίκη˙ πολυώνυμη (με πολλά ονόματα) των Χαρίτων πειθώ
(πειστικότητα αλλά και  προθυμία κι υπακοή)˙
Αιθέρια, Χθόνια και θαλάσσια (Εναλία), προστάτιδα,
πικρή μεν για τους αχρείους (φαύλους), γλυκειά δε για τους πιστούς˙ πάνσοφε, πανδώτειρα, τροφέ, παντοκράτειρα˙
αυξιτρόφος (συντελείς στην αύξηση), γόνιμη,  σωτήρια όσων «ωριμάζουν» (πεθαίνουν)˙
Συ είσαι πατέρας των πάντων, μητέρα, τροφός και βυζάστρα (παραμάνα)˙
βοηθός των τοκετών, ευλογημένη, πολύσπορη, γεννάς κάθε τι την κατάλληλη εποχή (Ωριάς), ορμή πολύτεχνη,
πλάστρα (κατασκευάστρια), δημιουργική, σεμνή θεά,
αιώνια, κινητήρια, πολυμήχανη, περήφανη˙
αιωνίως συστρέφεσαι και στροβιλίζεσαι γρήγορα σαν ρεύμα˙
ρευστή, κυκλοτερής (κυκλοειδής), αλλάζεις αδιάκοπα μορφή˙
Καθισμένη σε καλό θρόνο, τιμημένη, μόνη εκτελείς το αποφασισμένο, σκηπτροφόρος υπεράνωθεν,
βροντάς δυνατά, πανίσχυρη,
ατρόμητη, πανδαμάτειρα (δαμάζεις τα πάντα), Μοίρα δίκαιη, πυρίπνοη˙
αιώνια ζωή, όπως επίσης αθάνατη και θεία πρόνοια˙
Τα πάντα είσαι εσύ, διότι τα πάντα μόνη δημιουργείς˙
Αλλά, θεά, σε ικετεύω, μαζί με τις πλούσιες εποχές (Ωρες), να φέρεις ειρήνη, υγεία και αύξηση των πάντων.

Ελεύθερη απόδοση στίχων: Ματσιαρόκου Χρυσούλα

Ὦ Φύσι, παμμήτειρα θεά, πολυμήχανε μῆτερ, 
 οὐρανία, πρέσβειρα, πολύκτιτε δαῖμον, ἄνασσα,
 πανδαμάτωρ, ἀδάμαστε, κυβερνήτειρα, παναυγής,
 παντοκράτειρα, † τετιμεν' αεί πανυπέρτατε δαῖμον,
 ἄφθιτε, πρωτογένεια, παλαίφατε, κυδιάνειρα,
ἐννυχία, πολύπειρε, σελασφόρε, δεινοκάθεκτε,
ἄψοφον ἀστραγάλοισι ποδῶν ἴχνος εἱλίσσουσα,
ἁγνή, κοσμήτειρα θεῶν ἀτελής τε τελευτή,
 κοινὴ μὲν πάντεσσιν, ἀκοινώνητε δὲ μούνη,
αὐτοπάτωρ, ἀπάτωρ, ᾂρσην,
πολύμητι, μεγίστη,
εὐάνθεια, πλοκίη, φιλία, πολύμικτε, δαῆμον,
ἡγεμόνη, κράντειρα, φερέσβιε, πάντροφε κούρη,
αὐτάρκεια, Δίκη, Χαρίτων πολυώνυμε πειθώ,
αἰθερίη,  χθονίη τε, καὶ εναλία μεδέουσα,  
πικρὰ μέν φαύλοισι, γλυκεῖα δὲ πειθομένοισι,
πάνσοφε, πανδώτειρα, κομίστρια, παμβασίλεια,
αὐξιτρόφος, πίειρα πεπαινομένων τε λύτειρα.
πάντων μὲν σὺ πατήρ, μήτηρ, τροφὸς ἠδὲ τιθηνός,
ὠκυλόχεια, μάκαιρα, πολύσπορος, ὡριὰς ὁρμή,
 παντοτεχνές, πλάστειρα, πολύκτιτε,  πότνιε δαῖμον,
 ἀιδίη, κινησιφόρος,  πολύπειρε, περίφρων,
ἀενάῳ στροφάλιγγι θοὸν ῥύμα δινεύουσα,
πάνρυτε, κυκλοτερής, ἀλλοτριομορφοδίαιτε,
εὔθρονε, τιμήεσσα, μόνη τὸ κριθὲν τελέουσα,
 σκηπτούχων ἐφύπερθε βαρυβρεμέτειρα κρατίστη,
ἄτρομε, πανδαμάτειρα, πεπρωμένη, αἶσα, πυρίπνους,
ἀίδιος ζωὴ ἠδ᾽ ἀθανάτη τε πρόνοια·
πάντα σύ ἐσσι, ἄνασσα· σὺ γὰρ μούνη τάδε τεύχεις. 
ἀλλά, θεά, λίτομαί σε † σὺν εὐόλβοισιν † ἐν ὥραις
εἰρήνην ὑγίειαν ἄγειν, αὔξησιν ἁπάντων.



Παμμήτειρα θεά : επίθετο της Γαίας
Χάριτες : θεές της καλλονής και της χάρης - ήταν 3 :
Αγλαΐα - Ευφροσύνη - Θάλεια
Ως θεές της πολεμικής δόξας στη Σπάρτη ονομάστηκαν:
Φάεννα και Κλήτα
Ως θεές που χάριζαν πολεμική δόξα στην Αθήνα ονομάστηκαν :
Ηγεμόνη και Αυξώ ή Χάρις και Πειθώ

Χθονία λεγόταν η
Γαία, Δημήτηρ, Περσεφόνη, Εκάτη, Νύξ, Γοργώ,

Ώρες 
12 κόρες του Χρόνου
στην Αθήνα λάτρευαν κυρίως τη Θαλλώ & την Καρπώ
- επίθετα : φθινοπωρίδες - ειαριναί - χορίτιδες - πολυάνθεμοι - ροδώπιδες - χρυσάμποκες - καλλίκομοι - ευπλόκαμοι - ροδοπήχεες - εύθρονοι

πανδώτειρα : επίθετο της Γης

παντοκράτειρα: επίθετο της Ρέας

λύτειρα : Σωτήρια, αυτή που σώζει, που λύει, διαλύει, απαλλάσσει, σωστική

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Έκθεση ζωγραφικής της Αγγελικής Σιάμου





Έκθεση ζωγραφικής

της Αγγελικής Σιάμου

στη Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης στην Casa Bianca.


Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την



Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013, στις 20.00 μ.μ.



Θα προλογίσει ο κριτικός και ιστορικός της Τέχνης, Καθηγητής της



Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ., κ.Χάρης Σαββόπουλος.



Διάρκεια έκθεσης : 20 Νοεμβρίου έως 20 Δεκεμβρίου 2013

Ημέρες και ώρες λειτουργίας :



Τρίτη έως Κυριακή, 10.00 – 18.00. Δευτέρα κλειστά.

Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης - Casa Bianca

Βασ. Όλγας 180 & Θεμ. Σοφούλη, τηλέφωνο 2310 427555, 425531 





Γνωρίστε την Αγγελική Σιάμου






Η Αγγελική Σιάμου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. 
Σπούδασε στην Ecole Superiere des Beaux Arts στο Παρίσι, στο ατελιέ Guignebert.
Ο κριτικός και ιστορικός της Τέχνης, Καθηγητής της Σχολής Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ. Χάρης Σαββόπουλος, σημειώνει για το έργο της Σιάμου : “…Η πληθωρισμένη από τις μορφές εικόνα εκκρέται φυσικά στον άυλο κόσμο της ψυχής των συναισθημάτων και ενοποιείται με τον διαλεκτικό της εταίρο στην εκδοχή του διάσπαστου ενός.Στο επίπεδο του μέσου που χρησιμοποιεί η Σιάμου, δηλαδή τη ζωγραφική , εφαρμόζει σαν μια πηγή κανόνων που παρακινεί την παραγωγή της εικόνας αλλά ταυτόχρονα και την περιορίζει ώστε το έργο της να επανέρχεται στην εξέταση των ίδιων των κανόνων.Δηλαδή, δεν χειρονομεί προκαλώντας τη δημιουργία άμορφων σχημάτων ή μορφών αλλά τις ζωγραφίζει, δεν είναι μορφές αντανακλάσεις του ασυνείδητου αλλά αναπαραστάσεις του άμορφου…”

Ο κριτικός και ιστορικός της Τέχνης, Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Μάνος Στεφανίδης, γράφει : “… Η τελευταία ενότητα πινάκων της Αγγελικής Σιάμου ονειροβατεί ανάμεσα σε απάτητους δρόμους του βυθού, στα έγκατα των θαλασσών, και στις διάφανες, ανάερες πεδιάδες του διαστήματος.εκεί δηλαδή που η εικόνα του απειροελάχιστου μπορεί να ισοδυναμεί με έναν ολόκληρο κόσμο ή που το άπειρο του σύμπαντος μπορεί να ιριδίζει μαγικά μέσα σε μια ζωγραφιά.Ονειρική και συγχρόνως μυθική, -ή καλύτερα απολογητική του Μύθου-, η αφηρημένη τοπιογραφία της Αγγελικής Σιάμου ψηλαφεί το αόρατο δια του ορατού και το μαγικό μέσα από επίμονες όσο και επίπονες επικλήσεις στα κρυμμένα μυστικά, τις κρυφές δυνατότητες της ύλης.Πόσα νοήματα σε αυτές τις εκρήξεις του χρώματος, πόσες ιστορίες που δεν έχουν καθόλου ανάγκη της τυπικής αφηγηματικής διαδικασίας…”





Η Héléna Bastais, ιστορικός τέχνης γράφει:



Le travail de Angueliki Siamou  se développe en révélant des formes organiques vivantes et mouvantes, qui semblent toujours renaître d’elles-mêmes. Comme si l’artiste souhaitait ainsi symboliser le renouveau perpétuel de la nature.



Après avoir joué avec le motif de l’arbre, dans une série de tableaux en 2002, qu’elle déconstruisait en prismes colorés et dont elle interrogeait la forme basique en variant la tonalité de couleur unique du fond, Angueliki Siamou conserve un côté organique dans ses œuvres mais en le poussant maintenant vers l’abstraction lyrique.  C’est la couleur qui cette fois structure et rythme toute la composition, les motifs étant laissés à la libre interprétation du spectateur du fait qu’ils ne sont plus que des formes colorées imaginaires et d’une grande musicalité. Henri Matisse précisait : «  C'est l'imagination qui donne au tableau espace et profondeur ».



Couleurs vives, puissantes, éclatantes, dont les variations reposent soit sur de forts contrastes dans certains tableaux, soit sur de subtiles harmonies tonales dans d’autres, induisant chaque fois une émotion partculière.  « La couleur est par excellence la partie de l’art qui détient le don magique. Alors que le sujet, la forme, la ligne s’adressent d’abord à la pensée, la couleur n’a aucun sens pour l’intelligence, mais elle a tous les pouvoirs sur la sensibilité » Eugène Delacroix.



Dans ses grands formats, Angueliki Siamou propose au spectateur de se reculer afin que l’œil puisse opérer une synthèse optique et ainsi révéler les formes, mais aussi de se rapprocher, de façon à ce que chacun puisse ainsi plonger littéralement physiquement dans l’univers coloré créé par l’artiste.  



Héléna Bastais

Historienne d’art




Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Δαίδαλα



Δαίδαλα γιορτή των Πλαταιών - ο μύθος που κρύβει μια μεγάλη αλήθεια


Τα Δαίδαλα ήταν αρχαιοελληνική γιορτή, 
που τελούσαν στις Πλαταιές προς τιμήν του ιερού ζεύγους των θεών (Δία-Ήρας).

Πληροφορίες μας άφησαν ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος.

Σύμφωνα με αυτές τις πληροφορίες γνωρίζουμε

ότι τα Δαίδαλα  διακρίνονταν: 

στα Μικρά Δαίδαλα

που γιορτάζονταν κάθε επτά χρόνια και 

στα Μεγάλα Δαίδαλα που γιορτάζονταν κάθε εξήντα χρόνια.

Κάθε χρόνο όμως η κάθε πόλη της Βοιωτίας, 
ετοίμαζε τα δικά της δαίδαλα κι όλα μαζί 
καθαγιάζονταν και θυσιάζονταν στις γιορτές.


δαίδαλα· κατασκευάσματα ποικίλα· 
ἐκ τοῦ δαιδάλλω, τοῦ σημαίνοντος τὸ ποικίλλω· 
τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ δαίω, τὸ μανθάνω.


Σύμφωνα με όσα εξιστορούν λοιπόν, αιτία για

τη θέσπιση της γιορτής ήταν ο μύθος του «δαιδάλου».


Δεῖ δ' ἴσως καὶ τὸν εὐηθέστερον μῦθον εἰπεῖν.

Πρέπει ομοίως να πούμε και τον αγαθότατο μύθο.

Η ζηλότυπη θεά Ήρα, για μια ακόμη φορά πίστεψε πως έπεσε θύμα απάτης από τον ερωτικά άτακτο σύζυγο της και για να τον εκδικηθεί,  μια μέρα τον εγκατέλειψε και φεύγοντας από την Ουράνια κατοικία τους στον Όλυμπο κατέβηκε στη γη, στην Βοιωτία, περνώντας από την Εύβοια.


Ο Δίας, θέλοντας να ξαναφέρει κοντά του την Ήρα, κατέβηκε στη Βοιωτία και πήγε στο βασιλιά Κιθαιρώνα να ζητήσει την βοήθεια του.


Ο Κιθαιρώνας ή ο Αλαλκομένης (κατά τον Πλούταρχο) τον συμβούλεψε να φτιάξει ένα δαίδαλο, δηλαδή ένα ξύλινο άγαλμα (κατά την αρχαία ονομασία της λέξης).

…. ὅτι οἱ πάλαι τὰ ξόανα ἐκάλουν δαίδαλα·

Έτσι ο Δίας διάλεξε μια πλούσια, πανέμορφη δρυ (βελανιδιά) και στον κορμό της σκάλισε μια γυναικεία μορφή. Έβαλε το δαίδαλο-γυναίκα να καθίσει δίπλα του στην άμαξα, το έντυσε με νυφικά ενδύματα και νυφικά στολίδια, τo ονόμασε δε Δαιδάλη, ή σύμφωνα με την άλλη εκδοχή του μύθου, διέδωσε πως θα παντρευτεί την Πλάταια, την κόρη του Ασωπού.

συνεργοῦντος δὲ τοῦ Ἀλαλκομενέως, κρύφα τεμόντας αὐτοὺς εὐκτέανον καὶ παγκάλην δρῦν μορφῶσαί τ' αὐτὴν καὶ καταστεῖλαι νυμφικῶς, Δαιδάλην προσαγορεύσαντας·


Ζήτησε από τις Τριτωνίδες νύμφες να κουβαλήσουν νερό για το νυφικό λουτρό, να ψάλλουν τον υμέναιο και με αυλούς τραγούδια και πανηγυρική διάθεση να διαλαλούν παντού στην πόλη πως ο Δίας κατέβηκε στη γη για να παντρευτεί μια όμορφη κόρη, που ντυμένη νύφη περιφέρεται στην πόλη με άμαξα που τη σέρνουν ένα ζευγάρι βόδια.

εἶθ' οὕτως ἀναμέλπεσθαι μὲν τὸν ὑμέναιον, λουτρὰ δὲ κομίζειν τὰς

Τριτωνίδας Νύμφας, αὐλοὺς δὲ καὶ κώμους τὴν Βοιωτίαν παρασχεῖν·


Η Ήρα ταράχτηκε όταν έμαθε τα νέα κι έτρεξε να προλάβει το κακό.

Πλησίασε την άμαξα, ξέσχισε τη νυφική εσθήτα (φορεσιά) της «κόρης», οπότε ανακάλυψε την απάτη και με γέλια και χαρές έγινε νυμφαγωγός (αυτή που οδηγεί τη νύφη στο γαμπρό) τιμώντας το δαίδαλο, οπότε έγινε κι αυτή μέλος της γαμήλιας πομπής.

Έτσι συμφιλιώθηκε με το Δία και επί της συμφιλίωσης αυτής, καθιερώθηκε από τότε τα Δαίδαλα να γιορτάζονται στις Πλαταιές.

Παλαιότερα τα ξόανα τα έλεγαν δαίδαλα κι έτσι προέκυψε και η ονομασία της γιορτής, όπου στο τέλος έκαιγαν το άψυχο δαίδαλο, ως θύμα ζηλοτυπίας.


Από τότε γιόρταζαν τα δαίδαλα ως εξής:

Στην περιοχή των Αλαλκομενών υπήρχε μεγάλος δρυμός (δάσος), όπου οι βελανιδιές γινόταν τεράστιες.

Σ’ αυτόν το δρυμό οι κάτοικοι τελούσαν θυσία, άφηναν ψημένα κομμάτια κρέατος και έφευγαν, αφού άφηναν κάποιους να παρατηρούν το μεγάλο πλήθος κοράκων που υπήρχε στο δρυμό.

Έπειτα ακολουθούσαν τον κόρακα που κατάφερνε να αρπάξει ένα κομμάτι κρέας και παρατηρούσαν σε ποιο δέντρο θα κούρνιαζε.


….τὸν δὲ αὐτῶν ἁρπάσαντα κρέας, ἐφ' ὅτῳ τῶν δένδρων

καθεδεῖται, φυλάσσουσιν.


Από τη βελανιδιά αυτή κατασκεύαζαν ένα ξόανο που το στόλιζαν σαν νύφη,  το τοποθετούσαν καθιστό σε άμαξα και δίπλα του καθόταν ως νυμφαγωγός (παράνυμφος), μια γυναίκα η οποία οριζόταν με κλήρο που έθεταν μεταξύ τους οι κάτοικοι της Βοιωτίας:


Πλαταιεῖς Κορωναῖοι Θεσπιεῖς Ταναγραῖοι

Χαιρωνεῖς Ὀρχομένιοι Λεβαδεῖς Θηβαῖοι

Η άμαξα με το ιερό δαίδαλο κατευθυνόταν στην κορυφή του Κιθαιρώνα, ακολουθούμενο κι από άλλες άμαξες, γεμάτες κόσμο.

Εκεί στο σημείο που το ονόμαζαν Σφραγίδιον,

(…. Σφραγίδιον μὲν ὀνομαζόμενον….)

 κατασκεύαζαν ψηλό, ξύλινο βωμό της θεάς, με τετράγωνα κομμάτια ξύλου και το γέμιζαν με φρύγανα (ξερά κλαδιά και άχυρα).


Στο βωμό αυτό, κάθε πόλη θυσίαζε

μία αγελάδα στην Ήρα και έναν ταύρο στον Δία.

Καθαγίαζαν όλα τα δαίδαλα που είχε ετοιμάσει η κάθε πόλη και γινόταν και θυσίες κι άλλων ζώων, ο καθένας πρόσφερε ό,τι μπορούσε, μικρό ή μεγάλο ζώο.

Τα σφάγια, πλήρη θυμιαμάτων και οίνου,  μαζί με τα δαίδαλα παραδίδονταν στις φλόγες και καίγονταν μαζί με το βωμό, δημιουργώντας τεράστια φλόγα που φαινόταν από πολύ μακριά.

….σὺν δέ σφισι καὶ αὐτὸν τὸν βωμὸν ἐπιλαβὸν τὸ πῦρ ἐξανήλωσε· μεγίστην δὲ ταύτην φλόγα καὶ ἐκ μακροτάτου σύνοπτον οἶδα ἀρθεῖσαν


Ο Πλούταρχος μας δηλώνει και το συμβολισμό του μύθου.

Η διάσταση ανάμεσα στο ζεύγος, Δίας-Ήρα, δηλώνει τη διαταραχή των στοιχείων της φύσης και την αδυναμία να βρεθεί ισορροπία μεταξύ τους.


Όταν ο Δίας, η θερμή και πυρώδης δύναμη παράσχει την αιτία της διχόνοιας στο ζεύγος, τότε στη γη επικρατούν ανομβρία και ξηρασία.

Η διάσταση του Δία με τη σύζυγο του Ήρα, δηλώνει την άνοδο της θερμοκρασίας, οπότε προκαλείται ταραχή με καύσωνα και ξηρασία στη γη, οπότε δημιουργούνται ανωμαλίες και αγριότητα στην κοινωνία και η φθορά όλων των υλικών αγαθών ολοκληρώνεται.


Η περιφρόνηση και η ασέβεια του Δία προς την Ήρα που είναι η αέρινη και υγρή φύση, είναι η αιτία που προκαλεί πλεονασμό υγρού, και ρεύμα που κατακλύει τα πάντα, προκαλώντας πλημμύρες και καταστροφές. 

Δεν είναι τυχαία η περιοχή της Βοιωτίας, όπου λαμβάνει χώρα ο μύθος.

Η οργή της Ήρας προκαλεί τον κατακλυσμό του Ωγύγου, του αρχαιότατου οικιστή της Αττικής και Βοιωτίας. Κατά τις μέρες της βασιλείας του, συνέβη στην Ελλάδα ο κατακλυσμός, που έμεινε γνωστός στην Ιστορία με το όνομα του οικιστή εκείνης της εποχής, που κατέκλυσε και τις δυο αυτές περιοχές.


Ενώ ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων, πυρ κι υγρός αέρας, συμβολίζει την αποκατάσταση της φυσικής ισορροπίας και την επιστροφή στην εποχή της γονιμότητας και της βλάστησης.

Ο αίθριος καιρός που έφερε η ομόνοια κι η συμφιλίωση του ζεύγους Δία-Ήρας, αποκατάστησε την ισορροπία στην περιοχή της Βοιωτίας.


Οπότε οι άνθρωποι της περιοχής για να θυμούνται τα γεγονότα, θέσπισαν γιορτή, γεμάτη συμβολισμούς.

Τίποτε δεν είναι τυχαίο.

Η Βοιωτία ήταν το πρώτο κομμάτι γης που αναδύθηκε από το νερό μετά τον κατακλυσμό, όταν υποχώρησαν τα νερά.


Όταν στέγνωσε πια η γη, το πρώτο δέντρο που φύτρωσε σ’ αυτήν, ήταν η βελανιδιά, που την αγάπησαν οι άνθρωποι, καθώς πρόσφερε τροφή και σωτηρία διαμονής στην κοινωνία τους.

....πρῶτον δ' ἀνέσχεν ἐκ τῆς γῆς τῶν φυτῶν ἡ δρῦς, καὶ ταύτην

ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι, τροφὴν βίου καὶ σωτηρίας διαμονὴν παρασχοῦσαν.


Η κατασκευή ξόανων, δηλαδή ξύλινων αγαλμάτων, είναι πανάρχαια συνήθεια. 
Το πρώτο ξόανο ήταν αφιέρωση του Ερυσίχθονος προς τον Απόλλωνα, ξύλινο ήταν και το Παλλάδιο της θεάς Αθηνάς, αλλά και της θεάς Ήρας στη Σάμο…..το ξύλο ήταν το πρώτο υλικό που εύκολα τιθάσευσε και σμίλεψε ο άνθρωπος.


Ο μύθος του δαιδάλου λοιπόν μας αποκαλύπτει τις μεγάλες του  αλήθειες.



Έρευνα, ελεύθερη απόδοση κειμένων Χρυσούλα Ματσιαρόκου.



Απαγορεύεται η αντιγραφή, ή αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή ολική ή μερική ή περιληπτική ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου των δημοσιεύσεων του ιστολογίου, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, ή άλλο χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια της συγγραφέως, σύμφωνα με το νόμο 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.

Creative Commons License

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2013

Τόναια ή Τονεία-γιορτή της Ήρας στη Σάμο



Τα Τόναια ή Τονεία ήταν γιορτή προς τιμήν της θεάς Ήρας στη Σάμο. 
Η Αδμήτη, η κόρη του Ευρυσθέως, έφυγε κρυφά από το Άργος κι ήρθε στην Σάμο. 
Στο ταξίδι της κινδύνευσε και μόλις βρέθηκε στο νησί εμφανίστηκε μπροστά της ως όραμα η θεά Ήρα. Η Αδμήτη για να ευχαριστήσει τη θεά για τη σωτηρία της, ανέλαβε την επιμέλεια του ναού της, που παλαιότερα είχε χτιστεί από τους Λέλεγες και τις Νύμφες. 
Οι Αργείοι δυσαρεστήθηκαν όταν πληροφορήθηκαν την απόδραση της και θέλησαν να την τιμωρήσουν.

Πλήρωσαν λοιπόν Τυρρηνούς πειρατές, ζητώντας τους να κλέψουν το βρέτας της θεάς 
(ξύλινο ειδώλιο-ξόανο), με την πεποίθηση πως η κλοπή αυτή θα προκαλούσε το μένος των κατοίκων της Σάμου προς την Αδμήτη, που θα τη θεωρούσαν υπεύθυνη για την κλοπή, καθώς θα αποδεικνυόταν απρόσεκτη.

Οι Τυρρηνοί αποβιβάστηκαν στον Ηραίο όρμο και καθώς ο ναός δεν είχε πόρτα, άρπαξαν το βρέτας και το έβαλαν στο πλοίο τους. 

Ενώ όμως έλυσαν τα σχοινιά και σήκωσαν άγκυρα για να αποχωρήσουν, δε μπορούσαν να σαλπάρουν. Πείστηκαν πως θεϊκή δύναμη τους κρατούσε δεμένους στο γιαλό κι έτσι έβγαλαν το ξόανο από το καράβι, παρασκεύασαν και προσέφεραν ψαιστά 
(κριθαρόπιτες με λάδι και μέλι) για να κατευνάσουν το μένος της θεάς κι αποχώρησαν τρομαγμένοι.
Το πρωί η Αδμήτη, έντρομη διαπίστωσε την κλοπή του ξόανου. 
Ειδοποίησε τους κατοίκους κι όλοι το αναζητούσαν.

Το βρήκαν στην ακτή, αλλά παρά τις μεγάλες τους προσπάθειες, το βρέτας παρέμενε ακίνητο κι ήταν αδύνατη η μετακίνηση του. 

 Ως Κάρες όμως που ήταν, λαός βάρβαρος, υπέθεσαν ότι το βρέτας από μόνο του απέδρασε και για να μη φύγει και το χάσουν καθώς βράδιαζε, έπλεξαν με μακριά σχοινιά λυγαριάς σχοινιά (τόνους), περικύκλωσαν κι έδεσαν σφιχτά το βρέτας και το φύλαγαν εκεί μέχρι που ήρθε στην παραλία η ιέρεια Αδμήτη.


Μόλις έφτασε η Αδμήτη στην ακτή, έλυσε το βρέτας, το εξάγνισε και το τοποθέτησε και πάλι στο βάθρο του. 
Από τότε, κάθε χρόνο εις ανάμνησιν του γεγονότος γιόρταζαν τα Τόναια ή Τόνεια.

Η ιέρεια κατέβαινε στην παραλία, και έλυε με τις συνήθεις ευχές το άγαλμα που το είχαν δεμένο από το απόγευμα (δειλινό), την ώρα που έδυε ο ήλιος. Αφού έλυνε τους τόνους (σχοινιά), το έπαιρνε μαζί της και το οδηγούσε με μεγαλειώδη πομπή και παρατάξεις στην ακρογιαλιά, το εξάγνιζε, βουτώντας τα κλαδιά της λυγαριάς σε θαλασσινό νερό (καθαρμός) το ράντιζε, πρόσφερε ψαιστά στη θεά  προς εξιλέωση όλων κι έπειτα με πομπή το βρέτας επέστρεφε και πάλι στο ναό, οπότε  και τελείωνε η γιορτή.

Επίσης παρασκεύαζαν γλυκά ψαιστά που μοιράζονταν σε όλους τους πολίτες που παρακολούθησαν την τελετή.

Η γιορτή έλαβε το όνομα Τονεία από τα τόνια όργανα, δηλαδή τα εργαλεία που είναι κατάλληλα για τέντωμα σχοινιών.


Ενώ το όνομα Τόναια  ή Τοναία που σημαίνει αυτά που έχουν δυνατή φωνή....το οφείλει στο γεγονός πως όλοι οι κάτοικοι μαζί πρόθυμα, με ένταση και ηχητική συμφωνία αφαίρεσαν τα κλαδιά λυγαριάς που περιέβαλλαν το βρέτας της θεάς, όταν η Αδμήτη ζήτησε να τη βοηθήσουν να το απελευθερώσει από τα δεσμά του.


Οι Κάρες ως δεισιδαίμονες που ήταν, μετά τον εξαγνισμό του ξόανου, πήγαν και ζήτησαν χρησμό από τον Απόλλωνα, από το μαντείο του θεού στην Ύβλα (στην Σικελία).

Ο θεός χρησμοδότησε να πληρώσουν οικειοθελώς και δίχως δυσαρέσκειες μια ποινή.

Έτσι, όρισε να φορούν οι Κάρες στεφάνια από λυγαριά και να δένουν σφικτά με αυτά τα κεφάλια τους, ακριβώς όπως με κλαδιά λυγαριάς σφικτά είχαν αιχμαλωτίσει το ξόανο της θεάς.



Τους ζήτησε επίσης να καταργήσουν όλα τα άλλα είδη στεφάνων, εκτός εκείνων που κατασκευάζονταν από δάφνη. 

Τη δάφνη ο θεός την έδινε ως δώρο σε όσους λάτρευαν τη θεά Ήρα. 
Αν ακολουθήσετε πιστά το χρησμό δε θα ζημιωθείτε ήταν η οδηγία του θεού. 
Αν στα γλέντια σας υποστείτε την ποινή που σας ταιριάζει για χάρη της θεάς, όλα θα οδεύουν σωστά. Οι Κάρες από τότε φορούσαν στεφάνι λυγαριάς κι επέτρεπαν σε όσους λάτρευαν τη θεά να φορούν δάφνινο στεφάνι.




Απαγορεύεται η αντιγραφή, ή αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή ολική ή μερική ή περιληπτική ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου των δημοσιεύσεων του ιστολογίου, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, ή άλλο χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια της συγγραφέως, σύμφωνα με το νόμο 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.

Creative Commons License

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Κλέοβις καὶ Βίτων




* φωτογραφία από το αρχείο της Wikimedia Commons

….Κλέοβιν καὶ Βίτωνα, τὸ γένος Ἀργείους, οἵτινες
τῆς μητρὸς αὐτῶν Θεανοῦς ἢ Κυδίππης ἱερωμένης…..



Ο Κλέοβις και ο Βίτων ήταν δυό αδέλφια από το Άργος.

Η μητέρα τους Θεανώ ή Κυδίππη, ήταν ιέρεια της θεάς Ήρας.

Για να τελέσει εγκαίρως η μητέρα τους τα καθήκοντας της ως ιέρεια, τα δυο αδέλφια ζώθηκαν την άμαξα, δεικνύοντας ευσέβεια και προς τη θεά και προς τη μητέρα τους, γεγονός που τους καταξίωσε και άφησε αθάνατα τα ονόματα τους στην ιστορία.



Οι Αργείοι για να τιμήσουν τους άριστους άνδρες, 
κατασκεύασαν κι ανέθεσαν την εικόνα τους στους Δελφούς.



Ἀργεῖοι δέ σφεων εἰκόνας ποιησάμενοι

ἀνέθεσαν ἐς Δελφοὺς ὡς ἀνδρῶν ἀρίστων γενομένων.»



Ο Πλούταρχος γράφει:



Πρώτα πρέπει να σου διηγηθώ για τον Κλέοβη και τον Βίτωνα, τους Αργείους νεαρούς .



Λένε, ότι η μητέρα τους ήταν ιέρεια της θεάς.

Επειδή έπρεπε να πάει στο ναό και τα μουλάρια της απήνης (άμαξας) καθυστερούσαν κι εκείνη βιαζόταν, αυτοί ζώθηκαν την άμαξα κι οδήγησαν τη μητέρα τους στο ναό. Εκείνη υπερευχαριστημένη, για την ευσέβεια των γιων της, ευχήθηκε να τους χαρίσει η θεά τα καλύτερα από όσα μπορούν να δοθούν στους ανθρώπους. Αυτοί αποκοιμήθηκαν και πλέον δεν ξύπνησαν, χαρίζοντας τους η θεά θάνατο ως αμοιβή για την ευσέβεια τους.



Πρῶτα δή σοι τὰ περὶ Κλέοβιν καὶ Βίτωνα τοὺς Ἀργείους νεανίσκους διηγήσομαι. φασὶ γὰρ τῆς μητρὸς αὐτῶν ἱερείας οὔσης τῆς Ἥρας ἐπειδὴ τῆς εἰς τὸν νεὼν ἀναβάσεως ἧκεν ὁ καιρός, τῶν ἑλκόντων τὴν ἀπήνην ὀρέων ὑστερησάντων καὶ τῆς ὥρας ἐπειγούσης, τούτους ὑποδύντας ὑπὸ τὴν ἀπήνην ἀγαγεῖν εἰς τὸ ἱερὸν τὴν μητέρα, τὴν δ' ὑπερησθεῖσαν τῇ τῶν υἱῶν εὐσεβείᾳ κατεύξασθαι τὸ κράτιστον αὐτοῖς παρὰ τῆς θεοῦ δοθῆναι τῶν ἐν ἀνθρώποις, τοὺς δὲ κατακοιμηθέντας μηκέτ' ἀναστῆναι, τῆς θεοῦ τὸν θάνατον αὐτοῖς τῆς εὐσεβείας ἀμοιβὴν δωρησαμένης.

Κλέοβις καὶ Βίτων Museo Nazionale Romano


Ο Πλούταρχος στο βίο του Σόλωνα αναφέρει ότι όταν ο

Κροίσος ρώτησε τον Σόλωνα αν γνωρίζει και κάποιον άλλον άνθρωπο μετά τον Τέλλο που να είναι ευτυχισμένος, εκείνος ανέφερε τα δυο αδέλφια Κλέοβη και Βίτωνα.
(Ο Τέλλος πολέμησε γενναία και έχασε τη ζωή του στη μάχη για την πατρίδα)



……Ο Σόλων του απάντησε ότι γνωρίζει τον Κλέοβη και τον Βίτωνα, άνδρες έξοχους για την αδελφική τους αγάπη και την αγάπη για τη μητέρα τους, οι οποίοι ζώθηκαν το ζυγό της άμαξας, διότι καθυστερούσαν τα βόδια, μετέφεραν τη μητέρα τους στο ναό της Ήρας, καλότυχη και γεμάτη χαρά. Στη συνέχεια τα δυο αδέλφια πρόσφεραν θυσία κι ήπιαν, δίχως να ξυπνήσουν την επόμενη μέρα, αλλά πέθαναν ανώδυνα και δίχως λύπη, με ένδοξο θάνατο. Κι ο Κροίσος τότε οργισμένος είπε: δε μας κατατάσσεις μεταξύ των ευτυχισμένων ανθρώπων;

(απορούσε πως ήταν δυνατόν να είναι ευτυχείς οι άνθρωποι δίχως πλούτη.)



….πάλιν δὲ τοῦ Σόλωνος εἰπόντος εἰδέναι καὶ Κλέοβιν καὶ Βίτωνα, φιλαδέλφους καὶ φιλομήτορας διαφερόντως ἄνδρας, οἳ τὴν μητέρα τῶν βοῶν βραδυνόντων ὑποδύντες αὐτοὶ τῷ ζυγῷ τῆς ἁμάξης ἐκόμισαν πρὸς τὸ τῆς Ἥρας ἱερόν, εὐδαιμονιζομένην ὑπὸ τῶν πολιτῶν καὶ χαίρουσαν, εἶτα θύσαντες καὶ πιόντες οὐκέτι μεθ' ἡμέραν ἀνέστησαν, ἀλλὰ τεθνηκότες ἀναλγῆ καὶ ἄλυπον ἐπὶ δόξῃ τοσαύτῃ θάνατον ὤφθησαν, ‘ἡμᾶς δ'’ εἶπεν ἤδη πρὸς ὀργὴν ὁ Κροῖσος ‘εἰς οὐδένα τίθης εὐδαιμόνων ἀριθμὸν ἀνθρώπων;

ελεύθερη απόδοση κειμένων: Ματσιαρόκου Χρυσούλα


* Τα μνημειακά αρχαϊκά αγάλματα των δυο κούρων κατασκευάσθηκαν από τον Αργείο γλύπτη (Πολυ)μήδη, το όνομα του οποίου έχει χαραχθεί σε επιγραφή, που δεν σώζεται ολόκληρη.

[ΠΟΛΥ]ΜΕΔΕΣ ΕΠΟΙΗΣΕ ΑΡΓΕΙΟΣ

Οι κούροι είναι αφιέρωμα των Αργείων στον Απόλλωνα. 
Σμιλεύτηκαν σε παριανό μάρμαρο τον 6ο π.Χ αιώνα κι αποτελούν τυπικό δείγμα της αρχαϊκής γλυπτικής.

Βρέθηκαν στους Δελφούς, στο Ιερό του Απόλλωνα κι έχουν ύψος 1,97μ.

Οι περισσότεροι μελετητές συγκλίνουν στην άποψη πως τα αγάλματα ταυτίζονται με τον Κλέοβη και τον Βίτωνα.

Αυτή η εργασία χορηγείται μόνον με άδεια
Creative Commons License

Creative Commons Αναφορά προέλευσης-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 3.0 Μη εισαγόμενο.

Απαγορεύεται η αντιγραφή, ή αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή ολική ή μερική ή περιληπτική ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου των δημοσιεύσεων του ιστολογίου, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, ή άλλο χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια της συγγραφέως, σύμφωνα με το νόμο 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.