Οι Μοίρες στην Αρχαία Ελλάδα, θεωρούντο θεότητες
και τις παρίσταναν με τις μορφές τριών γυναικών
και όριζαν το μέλλον, το πεπρωμένο των ανθρώπων.
Τα ονόματα τους ήταν Κλωθώ, Λάχεσις και Άτροπος.
(τρεῖς δέ εἰσιν αἱ Μοῖραι, Κλωθώ, Λάχεσις καὶ Ἄτροπος).
Μοῖραι ἐπεισάγουσι τῷ ἀνθρώπῳ,
ἡ Λάχεσις, ἡ Κλωθὼ, ἡ Ἀταρπώ.
Σύμφωνα με τον Ησίοδο, οι Μοίρες, ήταν κόρες της Νύχτας.
Ησιοδος
Νὺξ δ᾽ ἔτεκεν ………
Καὶ Μοίρας καὶ Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους,
[Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵτε βροτοῖσι
γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε,]
αἵτ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίας ἐφέπουσιν· 220
οὐδέ ποτε λήγουσι θεαὶ δεινοῖο χόλοιο,
πρίν γ᾽ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν, ὅς τις ἁμάρτῃ.
Έπειτα η Νύχτα γέννησε.......
.............................
Και τις Μοίρες και τις Κήρες τις ανέσπλαχνες εκδικήτρες
[την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο,
που στους θνητούς την ώρα που γεννιούνται
χορηγούν το καλό και το κακό],
θεών και ανθρώπων παραβάσεις επιβλέπουν και
Ουδέποτε οι θεές σταματούν το φοβερό τους μένος,
πριν επιβάλλουν τιμωρία αυστηρή
σ’ όποιον διαπράξει σφάλμα.
απόδοση: Ματσιαρόκου Χρυσούλα
Σε άλλο σημείο όμως ο Ησίοδος, αναφέρει ότι
ο Δίας για δεύτερη γυναίκα του, διάλεξε
την Θέμιδα και έκανε μαζί της παιδιά και
τις Μοίρες ΤΗΝ ΚΛΩΘΩ ΤΗ ΛΑΧΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΤΡΟΠΟΝ
που ο Δίας τους χάρισε την μεγαλύτερη τιμή,
αυτές να παρέχουν στους ανθρώπους το καλό και το κακό.
Hesiodus Epic.,
δεύτερον ἠγάγετο λιπαρὴν Θέμιν,.......
Μοίρας θ', ᾗς πλείστην τιμὴν πόρε μητίετα Ζεύς,
Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε διδοῦσι
θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε.
Ο Πλάτωνας στους διαλόγους του, αναφέρει
τις Μοίρες ως κόρες της Ανάγκης και αναφέρει
την ΆΤΡΟΠΟ και ως ΑΔΡΑΣΤΕΙΑ, διότι κανένας
δεν μπορεί να αποδράσει από όσα εκείνη ορίζει.
....προσκυνῶ δὲ Ἀδράστειαν.
τρεῖς Μοίρας εἶναι θυγατέρας Ἀνάγκης φασίν, Κλωθώ, Λάχεσιν,
Ἄτροπον, ἣν καὶ Ἀδράστειαν καλοῦσιν, ὅτιπερ οὐκ ἄν τις αὐτὴν
ἀποδράσειεν, ἢ ὅτι ἀειδράστειά τις οἷόν ἐστιν, ὡς ἀεὶ δρῶσα τὰ καθ'
ἑαυτήν, ἢ ὡς πολυδράστεια· πολλὰ γὰρ δρᾷ·
Ο Αθηναγόρας Απολ. τις αναφέρει ως
κόρες του Ουρανού και της Γης.
Athenagoras Apol.,
Οὐρανὸς δὲ Γῇ μιχθεὶς γεννᾷ θηλείας μὲν
Κλωθώ, Λάχεσιν, Ἄτροπον,...
Στα σχόλια στον Λυκόφρονα, αναφέρονται
ως κόρες που γεννήθηκαν από τις σταγόνες,
των γεννητικών οργάνων του Ουρανού ή του Κρόνου,
σύμφωνα με τον Επιμενίδη
ἐκ τῶν σταγόνων τοῦ αἵματος τῶν αἰδοίων
τοῦ Οὐρανοῦ ἐγένοντοκατὰ δὲ Αἰσχύλον
Ἐριννύες <Νυκτὸς αἰανῆς τέκνα>
(Eum.* 412). καὶ Ἐπιμενίδης δὲ τοῦ Κρόνου
ὡς Ἡσίοδος †T
ταύτας φησὶ γενέσθαι λέγων ἐκ
(τοῦ καλλίκομος γένετο χρυσῆ Ἀφροδίτη Μοῖραί
τ' ἀθάνατοι καὶ Ἐριννύες αἰολόδωροι).
Η Κλωθώ έγνεθε το νήμα της ζωής και το ξετύλιγε σιγά σιγά.
Η Λάχεσις παρουσιάζεται να κρατά αδράχτι, την άτρακτο,
και τυλίγει σιγά σιγά το νήμα που ξετύλιγε η Κλωθώ.
Επίσης είναι εκείνη που τραβούσε τους κλήρους και τους
μοίραζε, καθορίζοντας το γραφτό, την ειμαρμένη του
κάθε ανθρώπου, ενώ η Άτροπος έκοβε απρόσμενα και
απότομα το νήμα της ζωής, με το ψαλίδι της.
Σε άλλες αναφορές η Κλωθώ είναι εκείνη που κρατά την
ηλακάτη (ρόκα) και το αδράχτι,
η Λάχεσις κρατά ζυγαριά και ζυγίζει την ζωή
ώστε να βρίσκεται πάντα σε ισορροπία,
και η Άτροπος είναι εκείνη που πάντα έχει
το θλιβερό καθήκον να αφαιρεί απότομα την ζωή.
Lucius Annaeus Cornutus Phil.,
κατ' ἄλλον δὲ τρόπον τρεῖς Μοῖραι παρεισάγονται
κατὰ τὸ τρισσὸν τῶν χρόνων· καὶ
Κλωθὼ μὲν ὠνόμασται μία αὐτῶν ἀπὸ τοῦ κλώσει
ἐρίων ἐοικέναι τὰ γινόμενα ἄλλων ἄλλοις ἐπιπιπτόντων,
καθὸ καὶ νήθουσαν αὐτὴν πρεσβυτάτην διατυποῦσι,
Λάχεσις δ' ἄλλη ἀπὸ τοῦ τῇ κατὰ τοὺς κλήρους λήξει
τὰ ἀποδιδόμενα ἑκάστῳ προσεοικέναι, Ἄτροπος δὲ ἡ
τρίτη διὰ τὸ ἀτρέπτως ἔχειν τὰ κατ' αὐτὴν διατεταγμένα
ἡ δ' αὐτὴ δύναμις οἰκείως ἂν δόξαι τῶν
τριῶν προςηγοριῶν τυγχάνειν.
Scholia In Pindarum,
ἔστι δὲ τὰ ὀνόματα αὐτῶν πεποιημένα· καὶ ἡ
μὲν Κλωθὼ παρὰ τὸ συγκλώθειν τὰ ἀνθρώπινα, ἡ δὲ
Λάχεσις παρὰ τὴν κλήρωσιν τὴν ποιὰν, ἣν ἕκαστος
γεγονὼς κεκλήρωται· ἡ δὲ τρίτη Ἄτροπος παρὰ
τὸ ἀμετάτρεπτον τῆς μοιριδίου ἀνάγκης.
Anonymi Exegesis In Hesiodi Theogoniam,
ἐπειδὴ γὰρ κλώθειν λέγεται τὸν μίτον
μίτῳ συντιθέναι, διὰ τοῦτο καὶ Κλωθὼ λέγεται, διὰ τὸ
τὰ συμβαίνοντα πᾶσι κεκλωσμένα εἶναι, ἤγουν δεδομένα
καὶ εἱμαρμένα, Λάχεσις παρὰ τὸ ἐπιλαγχάνον τινὶ κλώθειν,
Ἄτροπος δὲ παρὰ τὸ ἄτρεπτον
εἶναι τὸ μέλλον ἐπισυμβῆναί τινι.
Joannes Galenus Gramm.,
Κλωθὼ δὲ καὶ Λάχεσις καὶ Ἄτροπος διανεμητικαί τινες
δυνάμεις τῶν κατ' ἀξίαν εἶεν ἄν, τοῖς ἀνθρώποις ἄνωθεν
ἐπιπολάζουσαι, ἔφοροί τε τῶν παρ' ἡμῖν καὶ ἐπόπτριαι,
κλώθουσαί τε τὸν ἑκάστου βίον καὶ ποικίλλουσαι καὶ
λαχμοὺς καὶ κλήρους ποιοῦσαι, οὓς μετατρέψαι ἀδύνατον.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα η Λάχεσις είναι πρώτη,
η Κλωθώ δεύτερη,
η Άτροπος τρίτη και σώτειρα (σώζουσα).
Plato Phil., Leges
Τὸ Λάχεσιν μὲν τὴν πρώτην εἶναι, Κλωθὼ δὲ τὴν
δευτέραν, τὴν Ἄτροπον δὴ τρίτην σώτειραν τῶν λεχθέντων,
ἀπῃκασμένα τῇ τῶν κλωσθέντων τῷ πυρὶ τὴν ἀμετάστροφον
ἀπεργαζομένων δύναμιν· ἃ δὴ καὶ πόλει καὶ πολιτείᾳ δεῖ
μὴ μόνον ὑγίειαν καὶ σωτηρίαν τοῖς σώμασι παρασκευάζειν,
ἀλλὰ καὶ εὐνομίαν ἐν ταῖς ψυχαῖς, μᾶλλον δὲ σωτηρίαν τῶν
νόμων.
Ο Ξενοκράτης γράφει ότι η ΆΤΡΟΠΟΣ γίνεται αντιληπτή μόνο με τη διάνοια και όχι με τις αισθήσεις, διότι είναι αμετάθετη (ακίνητη).
Η ΚΛΩΘΩ γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις.
Η ΛΑΧΕΣΙΣ ενυπάρχει στην φαντασία, είναι η θεότητα που ο καθένας μπορεί να στοχαστεί, και να περιμένει κάτι από αυτή.
Xenocrates Phil.,
ὅθεν καὶ τρεῖς μοίρας παραδεδόσθαι,
Ἄτροπον μὲν τὴν τῶν νοητῶν,
ἀμετάθετον οὖσαν,
Κλωθὼ δὲ τὴν τῶν αἰσθητῶν,
Λάχεσιν δὲ τὴν τῶν δοξαστῶν.
Scholia In Lycophronem,
*καὶ ταῦτα μὲν πάλαι αἱ Μοῖραι s3s4
τοῖς μίτοις διὰ τῶν χαλκῶν ss s4 καὶ
ἰσχυρῶν s ἀτράκτων κλώθουσι* ss3 s4.
<ἐπιρροιζοῦσι>δὲ ἀντὶ τοῦ <ἐπι>νήθουσι s6
<γηραιαὶ> δὲ <κόραι> αἱ Μοῖραι.
Proclus Phil.,
εἰ οὖν ἡ κάθοδος
ἄνωθεν, δῆλον ὡς ἡ Λάχεσις πρεσβυτάτη πασῶν ἐστιν καὶ
οὕτως ἑκατέρᾳ κινεῖ ταῖν χειροῖν, ὡς καὶ τὴν ἐπὶ δεξιὰ καὶ
τὴν ἐπ' ἀριστερὰ κινοῦσα τοῦ ἀτράκτου περιφοράν.
Proclus Phil.,
δυνατὸν μὲν οὖν λέγειν, ὅτι τὴν τάξιν ἠθέλησεν
τῶν Μοιρῶν ποιῆσαι γνώριμον διὰ τῶν τριῶν τοῦ χρόνου μορίων·
ὧν ἡγεῖται μὲν τὸ γεγονός, ὡς ἡ Λάχεσις ταῖν δυεῖν·
δεύτερον δὲ τὸ παρόν, ὡς ἡ Κλωθὼ δευτέρα·
τρίτον δὲ τὸ ἐσόμενον, ὡς ἡ Ἄτροπος.
Σύμφωνα με μια παραλλαγή του μύθου, στα σχόλια στον Όμηρο,
οι Μοίρες κάθονται πάνω σε πλάστιγγα. Η πλάστιγγα ζύγιζε την ζωή και σε όποιον και όπου έγερνε, οι Μοίρες καθόριζαν ανάλογα και το μέλλον του. Με αυτήν την εκδοχή του μύθου, γελά ο Ζωΐλος και σατιρίζει: στην πλάστιγγα οι Μοίρες στέκοντο όρθιες ή καθόταν;
Scholia In Homerum, Scholia in Iliadem
ex. ἐν δ' ἐτίθει δύο κῆρε: κῆρας τὰς μοίρας
b(BCE3)T – γελᾷ δὲ τὸν μῦθον ὁ Ζωΐλος
(fr. 35 Friedl. = FGrHist. 71,15)·
ποδαπαὶ γὰρ αἱ Μοῖραι ἐν ταῖς πλάστιγξι,
καθήμεναι ἢ ἑστηκυῖαι;
Ακόμη και στην πρώτη γιορτή των Ολυμπίων παραβρέθηκαν οι Μοίρες, αλλά και ο Χρόνος, που τα πάντα φανερώνει, σύμφωνα με τις ωδές του Πινδάρου.
Scholia In Pindarum,
....ἄλλως· ἐν ταύτῃ πρῶτον ἀγομένῃ τῇ ἑορτῇ τῶν Ὀλυμ-
πίων παρέστησαν αἱ Μοῖραι καὶ ὁ Χρόνος τοῖς τόποις.
.................................................
BCDEQ ταύτᾳ δ' ἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ: ἐν δὴ ταύτῃ
τῇ πρώτῃ καταβολῇ τῶν Ὀλυμπίων καὶ πρώτῃ τελουμένῃ
ἑορτῇ παρεγένοντο μὲν αἱ Μοῖραι αἱ τίμιαι καὶ ὁ τὴν
ἀλήθειαν πᾶσι φανερῶν Χρόνος.
Ο Πίνδαρος αναφέρει ότι και στους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες οι Μοίρες έστησαν θυσία ώστε να είναι καλότυχοι οι αγώνες, όπως και έγινε και κράτησαν για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.
Πίνδαρος
..... τινὲς δὲ οὕτως· ἐκρύπτετο νιφάδι,
τῇ περὶ τὸν Οἰνόμαον ἀδοξίᾳ. 58dB A
<ἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ:> ἐν τῇ πρώτῃ γεγενημένῃ
θυσίᾳ αἱ Μοῖραι ἔστησαν, ὡς ταύτην εὔμοιρον γενέσθαι,
καὶ ὁ τὴν ἀλήθειαν πᾶσαν πᾶσι φανερῶν Χρόνος,
ἐνδεικνύμενος ὅτι ἐπὶ πολὺν χρόνον τελεσθήσεται.
Ο Πορφύριος αναφέρει τις δυνάμεις που διέπουν τις Μοίρες:
Η Κλωθώ επιβλέπει την γονιμότητα, την αναπαραγωγή
Η Λάχεσις έχει οριστεί να εξασφαλίζει την τροφή
Η Άτροπος φέρεται όπως ορίζει το ύψιστο ον,
κατά το απαραίτητον του Θεού, το οποίο εφόσον
ορίζεται από ανώτερη δύναμη, είναι αδυσώπητο,
άκαμπτο και αναπόφευκτο.
Porphyrius Phil.,
Πάλιν δ' αὖ αἱ Μοῖραι ἐπὶ τὰς δυνάμεις αὐτῆς ἀναφέρονται,
ἡ μὲν Κλωθὼ ἐπὶ τὴν γεννητικήν, Λάχεσις δὲ ἐπὶ τὴν θρεπτικήν,
Ἄτροπος δὲ ἡ κατὰ τὸ ἀπαραίτητον τοῦ θεοῦ.
Πολλές φορές οι άνθρωποι τις κακοτυχίες ή τις καλοτυχίες τις απέδιδαν στις Μοίρες, γεγονός που τους ώθησε να προσπαθούν συνεχώς να τις καλοπιάνουν, αν και ήξεραν πως όταν όριζαν κάτι, ήταν αμείλικτες και αμετανόητες. Παρόλα αυτά όμως, ακόμη και σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδος, οι άνθρωποι πιστεύουν πως την τρίτη μέρα από την γέννηση ενός παιδιού, το επισκέπτονται οι Μοίρες, για να ορίσουν το μέλλον του.
Πλουσιοπάροχα τραπέζια στρώνονται για χάρη τους και αφήνουν γι' αυτές κυρίως γλυκίσματα, για να τις καλοπιάσουν και να είναι γλυκιά η ζωή του νέου παιδιού. Οι μερίδες για τις Μοίρες, πρέπει να είναι ίσες, ώστε να μην θυμώσουν.
Μοιρολάτρες σε μεγάλο βαθμό οι Έλληνες έλεγαν:
ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΦΥΓΕΙΝ ΑΔΥΝΑΤΟΝ
και πίστευαν ότι τα πάντα είναι καθορισμένα από τις Μοίρες.
Anthologiae Graecae Appendix,
Πᾶσι φίλος θνητοῖς, εἴς τ' ἀθανάτους δεισιδαίμων
κοιμᾶται Καρακούττις ἔχων μνήμην διαπαντὸς,
τέρψας σύγκλητον, ματρώνας καὶ βασιλῆας,
εὐφρανθεὶς ἐφ' ὅσον Μοῖραι χρόνον ὥρισαν αὐτῷ,
εὐσεβίης ἕνεκεν δοξασθεὶς καὶ μετὰ Λήθην.
Ο Τελέστης από το Σελινούντα, στο έργο του Αργώ, γράφει για την Αθηνά που φυσώντας τον αυλό, λέει ο μύθος πως τον πέταξε μακριά διότι την ασχήμυνε:
τί γάρ νιν εὐηράτοιο κάλλεος ὀξὺς ἔρως ἔτειρεν,
ᾇ παρθενίαν ἄγαμον καὶ ἄπαιδ' ἀπένειμε Κλωθώ;
γιατί ποια σφοδρή επιθυμία την βασάνισε,
για αξιαγάπητη ομορφιά, αυτήν που η Κλωθώ
της πρόσφερε παρθενία άγαμη και άπαιδη;
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η λέξη Μοίρες παράγεται από το ρήμα μοιράζω, μοίρα είναι το μερίδιο, το μέρισμα, αφού οι πρόγονοι μας πίστευαν ότι οι Μοίρες καθόριζαν τη ζωή, και τα αγαθά του κάθε ανθρώπου. Η διάρκεια ζωής, ο τρόπος ζωής, ακόμη και η ώρα του θανάτου, καθοριζόταν από τις αμείλικτες Μοίρες. Ότι καλό ή κακό, τύχη ή ατυχία, πίστευαν ότι ήταν καθορισμένα από τις θεότητες αυτές.
Chrysippus Phil., Fragmenta logica et physica
Μοίρας δὲ καλεῖσθαι ἀπὸ τοῦ κατ' αὐτὰς διαμερισμοῦ,
Κλωθὼ καὶ Λάχεσιν καὶ Ἄτροπον.
Στον Όμηρο το πεπρωμένο αναφέρεται ως γυναικεία θεότητα που λέγεται Αίσα. Ήταν θεά, ταυτόσημη με τις Μοίρες, μια και το όνομα της είναι ενδεικτικό του μεριδίου αλλά και του δικαίου, που διέπει τον ύψιστο τον αθανάτων τον Δία.
.............................................
Εἰσέτι γάρ μιν
[οὕνεκα Μοῖρα ποτὶ κλεινὸν ὀτρύνουσ' Ἀχιλῆα]
Αἶσα λυγρὴ κύδαινεν· ἀπόπροθι δ' ἑστηυῖα
χάρμης κυδιάασκεν ὀλέθριον, οὕνεκ' ἔμελλε
κούρην οὐ μετὰ δηρὸν ὑπ' Αἰακίδαο χέρεσσι
δάμνασθ'· ἀμφὶ δέ μιν ζόφος ἔκρυφε· τὴν δ' ὀρόθυνεν
αἰὲν ἄιστος ἐοῦσα καὶ ἐς κακὸν ἦγεν ὄλεθρον
ὕστατα κυδαίνουσ'.
...............................................
Ἦ οὐκ ἀίεις ὅτι πάντας ὅσοι χθονὶ ναιετάουσιν
ἀνθρώπους ὀλοὴ περιπέπταται ἄσχετος Αἶσα
οὐδὲ θεῶν ἀλέγουσα, τόσον σθένος ἔλλαχε μούνη;
...............................................
Χόλου δέ οἱ οὔ τι ἔγωγε αἴτιος, ἀλλά τις
Αἶσα πολύστονος ἥ μιν ἐδάμνα.
.............................................
Καί ῥ' οἳ μὲν δολόεντα κοτεσσάμενοι μενέαινον
ἵππον ἀμαλδῦναι σὺν νήεσιν, οἳ δ' ἐρατεινὴν
Ἴλιον· Αἶσα δ' ἔρυκε πολύτροπος, ἐς δὲ κυδοιμὸν
τρέψε νόον μακάρεσσιν.
.............................................
Καὶ γάρ μευ πατέρ' ἐσθλὸν ἐνήρατο Πηλέος υἱὸς
Θήβῃ ἐνὶ ζαθέῃ, Τροίῃ δ' ἐνὶ φαίδιμον ἄνδρα,
ὅς μοι ἔην μάλα πάντα τά τ' ἔλδετο θυμὸς ἐμεῖο·
καί μοι κάλλιπε τυτθὸν ἐνὶ μεγάροις ἔτι παῖδα,
ᾧ ἔπι κυδιάασκον ἀπείριτον, ᾧ ἔπι πολλὰ
ἐλπομένην ἀπάφησε κακὴ καὶ ἀτάσθαλος Αἶσα.
Epimerismi Homerici
<αἶσα>: τουτέστιν ἡ μοῖρα τῆς ζωῆς ἢ εἱμαρμένη,
ἡ ἄγαν ἴση, ἡ μὴ μεταβαλλομένη.
....................................
γέγονε δὲ παρὰ τὸ δαίω, τὸ μερίζω, οὗ ὁ μέλλων δαίσω
καὶ ῥηματικὸν ὄνομα δαῖσα, ἡ μερίζουσα ἑκάστῳ τὰ ἐπακολουθοῦντα,
καὶ κατὰ ἀποβολὴν τοῦ <δ> αἶσα. ......
............................................
<ἐπεί νύ τοι αἶσα>: γέγονεν αἶσα παρὰ τὸ δαίω, τὸ σημαῖνον τὸ
μερίζω, δαῖσα καὶ αἶσα.
Scholia In Homerum, Scholia in Iliadem
<αἶσα:> τὸν τοῦ παντὸς λόγον Ζῆνα καλεῖ, ἐπεὶ τοῦ ζῆν
αἴτιος, Δία δέ, ἐπεὶ διὰ τοῦτον τὰ πάντα, αἶσαν δὲ παρὰ τὸ δαίω
τὸ μερίζω, καὶ μοῖραν καὶ εἱμαρμένην παρὰ τὸ μείρω· πεπρωμένην,
ὅτι πάντας εἰς πέρας ἄγει· Λάχεσιν δὲ παρὰ τὸ ἕκαστον λαγχάνειν,
“ἥ περ λάχε γεινόμενόν περ” (Ψ 79)· πρόνοιαν δέ, δι' ὧν “εὐρύοπα”
(Α 498) καλεῖ αὐτόν.
Lyrica Adespota (PMG), Fragmenta
Αἶσα <καὶ> Κλωθὼ Λάχεσίς τ', εὐώλενοι
κοῦραι Νυκτός,
εὐχομένων ἐπακούσατ',
οὐράνιαι χθόνιαί τε
δαίμονες ὦ πανδείματοι·
πέμπετ' ἄμμιν <τὰν> ῥοδόκολπον
Εὐνομίαν λιπαροθρόνους τ' ἀδελφὰς
Δίκαν καὶ στεφανηφόρον Εἰράναν,
πόλιν τε τάνδε βαρυφρόνων
λελάθοιτε συντυχιᾶν.
Ο Βακχυλίδης, λυρικός ποιητής και συγγραφέας
του 6ου π.Χ αιώνα γράφει για την Αίσα:
Bacchylides Lyr., Fragmenta
..............................................
ἀλλ' ἐπιχρίμπτει νέφος ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλαν
γαῖαν ἁ πάνδωρος Αἶσα
παύροισι δὲ θνατῶν τὸν ἅπαντα χρόνον δαίμων ἔδωκεν
πράσσοντας ἐν καιρῷ πολιοκρόταφον
γῆρας ἱκνεῖσθαι, πρὶν ἐγκύρσαι δύᾳ
οὐ γὰρ ὑπόκλοπον φορεῖ βροτοῖσι φωνάεντα λόγον
†ἔσται λόγος† σοφία
πλατεῖα κέλευθος……..
Ας ρίξουμε μια ματιά και στα λεξικά:
Suda, Lexicon <Αἶσα:> ἡ μοῖρα....
καὶ <Αἶσα>, ἡ μανία.
Photius Lexicogr.,
Τινὲς δὲ οὐκ ἀπὸ τοῦ μένειν ἐν τῇ αἴσᾳ ἀλλ' ἀπὸ τοῦ νέ-
μειν τὸν αἰσυμνήτην φασὶ γεγονέναι.
Etymologicum Genuinum:
<Αἶσα> (Α 416)· ἡ εἱμαρμένη, ἡ μοῖρα (l. c.)·
ἐπεί νύ τοι αἶσα μίνυνθά περ, οὔτι μάλα δήν.
.................................................
παρὰ τὸ δαίω, τὸ μερίζω, ὁ μέλλων δαίσω,
γίνεται δαῖσα, ὡς βήσω βῆσα καὶ πείσω πεῖσα (υ 23),
ἡ πεισμονή, καὶ ἀποβολῇ τοῦ <δ> αἶσα
ἡ ἑκάστῳ μεμερισμένη.
Etymologicum Gudianum:
παρ' Ὁμήρῳ <Ρ 716> “πάντα κατ' αἶσαν ἔειπες”.
<Αἶσα>· ἡ μοῖρα καὶ εἱμαρμένη.
Etymologicum Symeonis:
οὐκ αἴσθῃ· αἴσθῃ δὲ τὸ ὑποτακτικὸν ἐν χρήσει.
<αἶσα> (Α 416)· ἡ εἱμαρμένη, μοῖρα (l. c.) 1 – 167, 7 ἢ παρὰ τὸ
ἴση εἶναι, ἡ μὴ μεταβαλλομένη· πᾶσι γὰρ ἴσως ἔπεισιν Z82.
Zenodorus Gramm.:
Αἶσα (Il. Υ, 127), ταυτὸν σημαίνει τῇ μοίρᾳ.
Maximus Soph.,
Ἡ δὲ Ἐρινὺς καὶ ἡ Αἶσα καὶ οἱ δαίμονες
καὶ ὅσα ἄλλα διανοίας εἱμαρμένης ὀνόματα,
ἔνδον ἐν τῇ ψυχῇ καθειργμένα,
καὶ τὸν Ἀγαμέμνονα ἐνοχλεῖ,
ὅτ' ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισεν·
Lucius Annaeus Cornutus Phil.,
Ὁ Ζεὺς δέ ἐστι καὶ ἡ <Μοῖρα> διὰ τὸ μὴ
ὁρωμένη διανέμησις εἶναι τῶν ἐπιβαλλόντων ἑκάστῳ,
ἐντεῦθεν ἤδη τῶν ἄλλων μερίδων μοιρῶν ὠνομασμέ-
νων. Αἶσα δέ ἐστιν ἡ ἄιστος καὶ ἄγνωστος αἰτία
τῶν γινομένων – ἐμφαίνεται δὲ νῦν ἡ τῶν κατὰ
μέρος ἀδηλότης – ἤ, ὡς οἱ πρεσβύτεροι, ἡ ἀεὶ οὖσα.
Scholia In Lycophronem,
<γυιαὶ γὰρ>· τὸ ἑξῆς
οὕτως· αἱ χωλαὶ γὰρ <ἄμνα- μοι> τῆς Τηθύος, λέγει δὲ
τὰς Μοίρας, ss3
<γυιαὶ> γὰρ αἱ χωλαὶ ἢ κατ'
ἐμὲ (infra 28) αἱ χωλοποιοὶ καὶ
βλαπτικαὶ Μοῖραι αἱ <ἄμνα- μοι> καὶ ἀπόγονοι τῆς Τηθύος
ἤτοι τῆς θαλάσσης
*ἐν τοῖς τρισὶν ἀτράκτοις* κατέκλωσαν καὶ ἐπεμοίρασαν
Διάφοροι άλλοι μύθοι τις αναφέρουν ως κατοίκους του κάτω κόσμου, με αρχηγό τους τον Πλούτωνα, το θεό του Άδη. Αυτοί οι μύθοι τις ταυτίζουν με τις Κήρες, τις θεές του θανάτου, που κυρίως ευθύνονται, για θανάτους σε πολέμους και ταραχές.
Suda, Lexicon
καὶ κῆρες, θανατηφόροι μοῖραι.
Scholia In Homerum,
κῆρες γὰρ αἱ θανατηφόροι μοῖραι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου